τριθάλασσος

τριθάλασσος
τρῐ-θάλασσος [θᾰ], [dialect] Att. [suff] τρῐ-ττος, ον,
A of three seas, touching on or connected with three seas, Ephor.119 J.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • τριθάλαττος — τριθάλασσος of three seas masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριθάλαττος — ον, Α (αττ. τ.) βλ. τριθάλασσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”